προαιώνιος

προαιώνιος
-α, -ο
αυτός που υπήρξε ή υπάρχει πριν από αιώνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προαιώνιος — before time masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιώνιος — α, ο / προαιώνιος, ία, ον, ΝΜΑ 1. (κυρίως για τον θεό) αυτός που υπάρχει πριν από τους αιώνες 2. μτφ. αυτός που υπήρχε ανέκαθεν πανάρχαιος, παμπάλαιος («προαιώνιος εχθρός»). επίρρ... προαιωνίως ΝΜΑ και προαιώνια Ν πριν από τους αιώνες, πολύ… …   Dictionary of Greek

  • προαιωνίως — προαιώνιος before time adverbial προαιώνιος before time masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιώνιον — προαιώνιος before time masc/fem acc sg προαιώνιος before time neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιωνίοις — προαιώνιος before time masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιωνίου — προαιώνιος before time masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιωνίους — προαιώνιος before time masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιωνίῳ — προαιώνιος before time masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιώνιε — προαιώνιος before time masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπροαιώνιος — ία, ον, Μ [προαιώνιος] ο επίσης προαιώνιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”